απειθάρχητος — η, ο αυτός που δεν πειθαρχεί, ατίθασος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απειθαρχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που … Dictionary of Greek
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
αζάτης — ο [αζάτι] 1. απειθάρχητος, ανυπότακτος, άτακτος 2. αυτός που δεν σύρει πίσω του ζώο α) ελεύθερος, χωρίς βάρος β) πεζός 3. άγαμος, ανύπαντρος (με επίδραση τού αζάπης) … Dictionary of Greek
αζάτικος — η, ο [αζάτι] 1. απειθάρχητος, ανυπότακτος, ασύδοτος 2. ο οικονομικά ανεξάρτητος … Dictionary of Greek
ακρούμαστος — (και ακούρμαστος), η, ο αυτός που δεν ακούει, ο απειθάρχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρουμάζομαι η στερητική σημασία τού αρκτικού α οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
απειθής — ές (AM ἀπειθής, οῡς) απειθάρχητος, ανυπάκουος αρχ. ενεργ. αυτός που δεν πείθει, μη πειστικός … Dictionary of Greek
ασύντακτος — και χτος, η, ο (AM ἀσύντακτος, ον, Α και ἀξύν ) [συντάσσω] 1. ανοργάνωτος, άτακτος, ακατάστατος 2. (για στρατεύματα) αυτός που δεν έχει παραταχθεί για μάχη 3. (για λόγο ή κείμενο) που δεν τηρεί τους συντακτικούς κανόνες νεοελλ. για γραπτά κείμενα … Dictionary of Greek
ατίθασος — η, ο (AM ἀτίθασος, ον) 1. (για ζώα) αδάμαστος, άγριος 2. απειθάρχητος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τιθασός «ήμερος»] … Dictionary of Greek
δυσανάγωγος — δυσανανάγωγος, ον (AM) αυτός που αποβάλλεται με δυσκολία, δυσαπόβλητος μσν. 1. αυτός που δύσκολα διαπαιδαγωγείται, απειθάρχητος 2. (για δρόμο) αυτός που δύσκολα τόν ανεβαίνει κανείς 3. αυτός που δεν έχει τρόπους, αγροίκος, άξεστος … Dictionary of Greek